- σκοτεινόχρωμος
- -η, -οσκούρος: Φορούσε σκοτεινόχρωμα ρούχα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκοτεινόχρωμος — η, ο, Ν αυτός που έχει σκούρο χρώμα, σκουρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. σκουρό χρωμος] … Dictionary of Greek
αθητερός — ή, ό 1. σκοτεινόχρωμος, σταχτής, σταχτερός (ουδ.) το αθητερό σταχτοπάνι, μπουγαδόπανο 2. αυτός που αγαπά να βρίσκεται κοντά στο τζάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επίθ. άθητος* («αυτός που γίνεται στάχτη, που εξαφανίζεται, που γίνεται άφαντος»), διαλεκτικώς… … Dictionary of Greek
αιθαλέος — αἰθαλέος, έα, έον (Α) [αἰθάλη] 1. ο γεμάτος αιθάλη, καπνιά, καπνισμένος 2. αυτός που έχει το χρώμα τής αιθάλης, σκοτεινόχρωμος, αυτός που έχει κεραμιδί χρώμα ή σταχτοκόκκινο (βλ. και αιθαλόεις) … Dictionary of Greek
ζοφοειδής — ζοφοειδής, ές (Α) αυτός που έχει σκοτεινό, μαύρο χρώμα, σκοτεινόχρωμος, αμαυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek
ζοφόεις — ζοφόεις, εσσα, ον (AM) [ζόφος] σκοτεινός, αμαυρός, σκιερός, σκοτεινόχρωμος … Dictionary of Greek
ιόεις — (I) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ίον] αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιώδης*, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.). (II) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ιός (III)] ιοειδής* (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός,… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
μελαψός — ή, ό (Μ μελαμψός, όν) 1. βαθιά, έντονα μελαχρινός 2. σκοτεινός, σκούρος, σκοτεινόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελαμψός < *μελαν οψός (με συλλαβική ανομοίωση και τροπή τού έρρινου ν σε χειλ. προ τού ψ) < μέλας, ανος + ὄψις] … Dictionary of Greek
ξανθώ — (I) ξανθῶ, έω (Α) [ξανθός] (για τα στάχια) είμαι ξανθός. (II) ξανθώ, όω (Α) [ξανθός] 1. βάφω κάτι ξανθό, κιτρινωπό 2. μέσ. ξανθούμαι, όομαι γίνομαι σκοτεινοχρωμος, φαιός, σκούρος … Dictionary of Greek